παραφέρω

παραφέρω
ΝΜΑ, ποιητ. τ. παρφέρω Α, παραφέρνω Ν
νεοελλ.
βλ. παραφέρνω
νεοελλ.-αρχ.
μέσ. παραφέρομαι
εξάπτομαι, παρεκτρέπομαι
μσν.-αρχ.
επικαλούμαι («πίστεις παραφέροντες τοῡ μὴ βεβαίως αυτοὺς διηλλάχθαι», Δίον. Αλ)
αρχ.
1. (σχετικά με φαγητά και επιτραπέζια σκεύη) παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω
2. προσκομίζω, φέρνω κοντά
3. εκθέτω, παρουσιάζω, επιδεικνύω
4. αναφέρω ως αιτία, προβάλλω ως επιχείρημα
5. μνημονεύω, αναφέρω κάτι
6. φέρνω κάτι πέρα ή μακριά, αποτραβώ
7. αποστρέφω την όψη, στρέφω προς το άλλο μέρος
8. παραμερίζω, θέτω κατά μέρος
9. αποτρέπω, απομακρύνω («παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ' ἐμοῡ τοῡτο», ΚΔ)
10. παραπλανώ, παροδηγώ, οδηγώ κακώς
11. (για ρεύμα ποταμού) παρασύρω
12. αλλάζω, παραλλάζω, μεταβάλλω
13. παραβλέπω, αντιπαρέρχομαι, αδιαφορώ για κάτι, παραμελώ
14. αφήνω κάτι να διαφύγει
15. ξεφεύγω, διαφεύγω
16. υπερέχω, ξεπερνώ
17. (για διαλέκτους) μεταβάλλομαι, υφίσταμαι μεταβολή
18. μέσ. α) έρχομαι βιαστικά, σπεύδω
β) περνώ, διαβαίνω («ἡμερῶν ὀλίγων παρενεγκουσῶν», Θουκ.)
19. παθ. α) (για παράλυτα μέρη) στρέφομαι ή κινούμαι προς αντίθετη κατεύθυνση
β) κάνω λάθος, πλανώμαι, σφάλλω
γ) στρέφω αλλού («τὸ βλέμμα παρενήνεκται», Φρύν.)
20. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ παρατιθέμενα
τα προσφερόμενα εδέσματα, τα σερβιριζόμενα φαγητά
21. (το αρσ. μτχ. παθ. αορ. β' ως ουσ.) ὁ παρενεχθείς
(ενν. τής γνώμης) ο μανιακός, ο τρελός
22. φρ. α) «παραφέρω τὴν χεῑρα»
(για χειρονομία κατά την αγόρευση) κινώ ορμητικά το χέρι
β) «παραφέρω τὸν βραχίονα πρὸς τὰς πλευράς» — κινώ οριζόντια το χέρι
γ) «παραφέρω παρά τι» ή «παραφέρω πρὸς τι» — διαφέρω από κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραφέρω — bring to pres subj act 1st sg παραφέρω bring to pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφέρεσθε — παραφέρω bring to pres imperat mp 2nd pl παραφέρω bring to pres ind mp 2nd pl παραφέρω bring to imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφέρετε — παραφέρω bring to pres imperat act 2nd pl παραφέρω bring to pres ind act 2nd pl παραφέρω bring to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφέρῃ — παραφέρω bring to pres subj mp 2nd sg παραφέρω bring to pres ind mp 2nd sg παραφέρω bring to pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενηνεγμένα — παραφέρω bring to perf part mp neut nom/voc/acc pl παρενηνεγμένᾱ , παραφέρω bring to perf part mp fem nom/voc/acc dual παρενηνεγμένᾱ , παραφέρω bring to perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφερομένων — παραφέρω bring to pres part mp fem gen pl παραφέρω bring to pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφερόμεθα — παραφέρω bring to pres ind mp 1st pl παραφέρω bring to imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφερόμενον — παραφέρω bring to pres part mp masc acc sg παραφέρω bring to pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφερόντων — παραφέρω bring to pres part act masc/neut gen pl παραφέρω bring to pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφέρει — παραφέρω bring to pres ind mp 2nd sg παραφέρω bring to pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”